- ἀνυπόστατα
- ἀνυπόστατοςnot to be withstoodneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
несъставьныи — (5*) пр. 1.Преходящий, недолговечный, изменчивый: не ˫ако(ж) слово наше. исходѧ и вз҃дхъ расходѧсѧ. слово же б҃иѥ. во ѹпостаси свершено. не в нѣѥ [в др. сп. внѣ] помѣстѧщю(с). но и в немь при(с) сы. того бо дѣлѧ слово на(ш) несставно ѥсть. а б҃ьѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δελεαστικός — ή, ό (AM δελεαστικός, ή, όν) [δελεάζω] ικανός ή κατάλληλος να δελεάσει, να εξαπατήσει (α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῑς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες) … Dictionary of Greek
πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… … Dictionary of Greek
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek
ευφάνταστος — η, ο 1. αυτός που έχει πλούσια φαντασία, επινοητικός. 2. αυτός που φαντάζεται ανυπόστατα πράγματα: Ταπαιδιά είναι ευφάνταστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)